Οξεία Γαστρεντερίτιδα

Η οξεία γαστρεντερίτιδα είναι η λοίμωξη του ανώτερου ή /και κατώτερου πεπτικού συστήματος από λοιμώδεις παράγοντες όπως είναι διάφοροι ιοί και μικρόβια. Αποτελεί μία από τις συνηθέστερες λοιμώξεις της παιδικής ηλικίας, καθώς υπολογίζεται ότι σε κάθε παιδί κάτω των 3 ετών αντιστοιχούν περίπου 3-5 επεισόδια γαστρεντερίτιδας τον χρόνο.
Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η λοιμώδης γαστρεντερίτιδα είναι αίτιο σοβαρής παιδικής νοσηρότητας και θνητότητας. Αντίθετα στις ανεπτυγμένες χώρες συνήθως είναι μία ήπια νόσος, η οποία ωστόσο ευθύνεται για μεγάλο αριθμό εισαγωγών στο νοσοκομείο κυρίως σε παιδιά κάτω των 5 ετών. Συχνότεροι αιτιολογικοί μικροβιακοί παράγοντες είναι τα μικρόβια σαλμονέλλα, σιγκέλλα, υερσίνια και καμπυλοβακτηρίδιο, τα οποία αναπτύσσονται συνήθως σε τροφές που δεν έχουν μαγειρευτεί ή συντηρηθεί σωστά και μεταφέρονται μέσω αυτών ή από άνθρωπο σε άνθρωπο λόγω κακών συνθηκών υγιεινής. Η πλειονότητα όμως των περιστατικών οξείας γαστρεντερίτιδας είναι ιογενής και ως εκ τούτου αυτοπεριοριζόμενη. Μικροεπιδημίες ιογενούς γαστρεντερίτιδας εκδηλώνονται καθόλη την διάρκεια του έτους, κυρίως σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία.
Τα συμπτώματα χαρακτηρίζονται συνήθως από αιφνίδια έναρξη εμέτων, πυρετού, διαρροϊκών κενώσεων με ή χωρίς αίμα και αφυδάτωσης. Ο βαθμός αφυδάτωσης θεωρείται ήπιος όταν το παιδί βρίσκεται σε καλή γενική κατάσταση, με ήπιο αίσθημα δίψας και φυσιολογική σπαργή του δέρματος. Η μετρίου βαθμού αφυδάτωση χαρακτηρίζεται από ξηρότητα του στόματος και των χειλέων, έντονο αίσθημα δίψας, νωθρότητα ή ευερεθιστότητα, μέτρια ταχυπαλμία και ταχύπνοια και ελαφρά ελαττωμένη σπαργή του δέρματος. Στην σοβαρού βαθμού αφυδάτωση η γενική κατάσταση του παιδιού είναι πολύ επηρεασμένη, το παιδί μπορεί να βρίσκεται σε λήθαργο ή κώμα, με σοβαρού βαθμού ταχυπαλμία, ταχύπνοια και υπόταση, κλαίει χωρίς δάκρυα και έχει έντονο αίσθημα δίψας.
Η αντιμετώπιση της οξείας γαστρεντερίτιδας περιλαμβάνει την ενυδάτωση του μικρού ασθενούς, η οποία έχει στόχο την αναπλήρωση της απώλειας του νερού και των ηλεκτρολυτών και την αποφυγή της αφυδάτωσης. Στην ήπια και μετρίου βαθμού αφυδάτωση η ενυδάτωση γίνεται από το στόμα, ενώ όταν συνυπάρχουν διάρροιες και εμετός, είναι επιβεβλημένη η διακοπή σίτισης για 2 ώρες τουλάχιστον. Ακολούθως αρχίζει η σταδιακή χορήγηση υγρών με ρυθμό 5 ml (περίπου ένα κουταλάκι του γλυκού) ανά 5- 10 λεπτά για μία ώρα, με σταδιακή αύξηση στην συνέχεια της ποσότητας.
Η ενυδάτωση είναι προτιμότερο να γίνεται με ειδικά ηλεκτρολυτικά διαλύματα, ενώ ροφήματα όπως τσάι, χυμοί και αναψυκτικά τύπου κόλα πρέπει να τα αποφεύγουμε. Η ενδοφλέβια ενυδάτωση επιβάλλεται σε ασθενείς με σοβαρού βαθμού αφυδάτωση, επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης και ακατάσχετους εμέτους. Η χορήγηση του ηλεκτρολυτικού διαλύματος συνεχίζεται μετά την επανασίτιση του παιδιού και μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της σύστασης των κενώσεών του, για να καλύπτει τις συνεχιζόμενες απώλειές του σε νερό και ηλεκτρολύτες. Τα αντιβιοτικά σπάνια ενδείκνυνται στη θεραπεία της οξείας γαστρεντερίτιδας, αφού στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος αποδράμει από μόνη της.
Φάρμακα που εμποδίζουν τον περισταλτισμό του εντέρου ή δρουν ως αντιεμετικά συνοδεύονται από σοβαρές παρενέργειες και δεν έχουν θέση στην αντιμετώπιση της οξείας γαστρεντερίτιδας στα παιδιά. Νεότερα σκευάσματα όπως προσροφητικά ή προβιοτικά προσφέρουν σε επιλεγμένες περιπτώσεις αλλά η χρήση τους πρέπει να γίνεται μετά από σύσταση του θεράποντος ιατρού.
Η αποκλειστική χορήγηση υγρών διαρκεί 4-6 ώρες, ανάλογα με το βαθμό αφυδάτωσης του παιδιού. Στη συνέχεια το παιδί σιτίζεται κανονικά με ελεύθερο διαιτολόγιο, ανάλογα με την ηλικία του. Κατά τα τελευταία χρόνια, έχει βρεθεί ότι η εφαρμογή περιορισμένου διαιτολογίου και νηστείας όχι μόνο δεν περιορίζει τη διάρροια αλλά την επιτείνει και οδηγεί σε μείωση της θρέψης του παιδιού. Στα βρέφη που θηλάζουν, ο μητρικός θηλασμός δεν διακόπτεται κατά την ενυδάτωση. Στα βρέφη που δεν θηλάζουν, μετά τη φάση της ενυδάτωσης δίδεται το βρεφικό γάλα που έπαιρναν πριν, χωρίς καμία αραίωση. Η χορήγηση αραιωμένου γάλακτος στα βρέφη κατά την επανασίτιση δεν συνιστάται, γιατί οδηγεί σε: υποσιτισμό χωρίς κλινικό όφελος. Για τα μεγαλύτερα παιδιά συνιστάται η έγκαιρη επανασίτιση με ισορροπημένη δίαιτα βασισμένη σε τροφές που περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες (ρύζι, δημητριακά, ψωμί, πατάτες), ψαχνό κρέας, γιαούρτι κ.ά.
Η πρόληψη μπορεί να επιτευχθεί με την τήρηση των κανόνων υγιεινής, κυρίως το πλύσιμο των χεριών, την επαρκή κατάψυξη των τροφών, τη βελτίωση των αποχετεύσεων, την εφαρμογή μητρικού θηλασμού στα βρέφη και, τέλος, την αποφυγή χορήγησης στα παιδιά μη παστεριωμένου γάλακτος, μη επαρκώς ψημένων κρεάτων και πουλερικών, καθώς και ατελώς βρασμένων (κάτω των 8 λεπτών) αυγών.